Η τέχνη, η θεραπεία και η ανάδειξή της στην Καστοριά
Κρητική Σχολή
Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα της κρητικής σχολής, που τεκμηριώνουν με ασφάλεια τις επαφές που διατηρούσε η Καστοριά με τις βενετοκρατούμενες περιοχές των Ιονίων νήσων, τις ιταλικές πόλεις της Αδριατικής, αλλά και την ίδια τη Βενετία από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα και ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία του. Αξίζει να αναφερθεί ότι από τις πόλεις της Μακεδονίας, μόνο στην Καστοριά και στη Σιάτιστα, υπάρχουν έργα ζωγράφων από τη Κρήτη.
Στην εικόνα με την Παναγία Madre della Consolazione (=Μητέρα της παραμυθίας η της παρηγοριάς), του τέλους του 15ου αιώνα, που προέρχεται από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην περιοχή Εβραΐδος, ο δυτικός εικονογραφικός τύπος της Παναγίας, που αναπαράγεται, μετά από παραγγελία, σε πολλά αντίτυπα από τους κρητικούς ζωγράφους, γνώρισε μεγάλη διάδοση όχι μόνο στους καθολικούς ναούς, αλλά και στους ορθόδοξους των βενετοκρατούμενων περιοχών.
Μία από τις παλαιότερες κρητικές εικόνες της Καστοριάς είναι ο Χριστός ως Φοβερός Κριτής (15ος-16ος αι.) με προέλευση το ναό του Αγίου Γεωργίου Μουζεβίκη. Εικονογραφικά ο τύπος του ένθρονου Χριστού Παντοκράτορος συνδέεται με έργα κρητικής σχολής του 15ου αιώνα του περίφημου κρητικού ζωγράφου Αγγέλου, ενώ τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά αναπαράγουν το ήθος και την τεχνική των εικόνων του.
Οι εικόνες Παναγία Οδηγήτρια και Χριστός Παντοκράτωρ (πρώτο τέταρτο 16ου αι.) που προέρχονται από το ναό του Αγίου Δημητρίου Ελεούσας αποτελούν ενυπόγραφα έργα του ζωγράφου Ιωάννη Περμενιώτη ή Παρμενιάτη. Οι σημαντικές αυτές εικόνες που διατηρούν όλα τα ιδεαλιστικά γνωρίσματα και το γενικό ήθος και ύφος της κρητικής σχολής, προφανώς ήταν παραγγελία είτε από έναν εκκλησιαστικό άρχοντα είτε από έναν λαϊκό, ευγενή ή αστό, στον Έλληνα ζωγράφο που δραστηριοποιείται δυναμικά στη Βενετία και στον περίγυρό της.
Ζωγράφος Περμενιώτης
Οι εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος και της Παναγίας Οδηγήτριας με τις επιγραφές Ι(ΗCOY)C X(ΡICTO)C Ο CΩΤΗΡ και Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(ΕΟ)Υ Η ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ προέρχονται από το ναό του Αγίου Δημητρίου Ελεούσας στην Καστοριά και λόγω του θέματος και των ιδίων διαστάσεων (96 x 69 εκ.) θα αποτελούσαν δεσποτικές τέμπλου. Χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα και είναι ενυπόγραφα έργα του Ιωάννη Περμενιώτη ή Περμενιάτη, εφόσον φέρουν στο κάτω χρυσό πλαίσιο την υπογραφή ΧΕΙΡ ΙΩ(ΑΝΝ)ΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΜΕΝΙΩΤ(ΟΥ).
Ο Ιωάννης Περμενιάτης ταυτίζεται με τον ομώνυμο ζωγράφο που αναφέρεται στα αρχεία της Βενετίας στα 1523. Ο ίδιος υπογράφει με κεφαλαία λατινικά την εικόνα της Παναγίας ένθρονης με τους αγίους Ιωάννη Πρόδρομο και Αυγουστίνο του Μουσείου Civico Correr της Βενετίας ως IOANES PERMENIATES/ P. Είναι άγνωστη η καταγωγή του και η χρονιά εγκατάστασής του στην ιταλική πόλη. Σύμφωνα με έγγραφα των αρχείων της Βενετίας ο Zuan Permeniatis depentor πλήρωσε το 1523 την εισφορά του στην Ελληνική Κοινότητα της Βενετίας. Στον Περμενιάτη αποδίδονται, επίσης, οι εικόνες των αγίων Πέτρου, Φραγκίσκου και Δομήνικου στη Πινακοθήκης της Vicenza στην Ιταλία, της Θεοτόκου στον εικονογραφικό τύπο της Pietà στην Accademia της Βενετίας και της Προσκύνησης των μάγων σε ιδιωτική συλλογή της Αθήνας.
Από το σύνολο του έργου του φαίνεται ότι μαθήτευσε, γύρω στα 1500, κοντά στους μεγάλους βενετσιάνους ζωγράφους, όπως ενδεικτικά τους Giovanni Bellini και Antonio Vivarini, από τους οποίους και επηρεάστηκε καταλυτικά, δημιουργώντας ένα προσωπικό ύφος στο πνεύμα του βενετοκρητικού συγκρητισμού. Παράλληλα, είχε την ικανότητα να ζωγραφίζει στο πνεύμα της βυζαντινής παράδοσης, όπως αυτό αντανακλάται στις εικόνες της Καστοριάς. Η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος εικονογραφικά και τυπολογικά αποτελεί πιστό αντίγραφο της ομόθεμης εικόνας που βρίσκεται στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Η επισήμανση αυτή συνιστά ένα έμμεσο αποδεικτικό στοιχείο για την παρουσία και την καλλιτεχνική δραστηριότητα του Περμενιάτη στη Βενετία. Είναι πολύ πιθανό οι εικόνες να φιλοτεχνήθηκαν στη Βενετία , κατόπιν παραγγελίας και να στάλθηκαν στην Καστοριά.
Σχολή Βορειοδυτικής Ελλάδος
Στα έργα που εντάσσονται στη λεγόμενη «Σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδος», υπερτερούν κυρίως οι αντικλασικές τάσεις της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Τα εργαστήρια που ανήκουν στη συγκεκριμένη Σχολή δραστηριοποιούνται στην Καστοριά από τα τέλη του 15ου έως τα τέλη του 17ου αιώνα και αναλαμβάνουν την τοιχογράφηση αρκετών ναών. Στα πιο σημαντικά μνημεία συγκαταλέγονται η Παναγία Ρασιώτισσα (1553), οι τοιχογραφίες της οποίας αποδίδονται στον γνωστό ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο, το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας (1552), η Παναγία του άρχοντος Αποστολάκη (1606), ο Άγιος Νικόλαος του άρχοντος Θωμανού (1639), ο Άγιος Νικόλαος της αρχόντισσας Θεολογίνας (1663) κ.ά.
Αξίας μνείας είναι η εικόνα με το σχετικά σπάνιο θέμα της Κολακείας της Θεοτόκου, του 16ου αιώνα, από τον Άγιο Νικόλαο του Κυρίτζη, όπου την μικρή Παναγία κρατούν στοργικά στα χέρια τους οι θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της ίδιας εποχής, από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Η τελευταία, παρά τα γνωρίσματα εργαστηρίου που ανήκει στη Σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδος, διατηρεί και επιδράσεις των ιδεαλιστικών τάσεων της κρητικής σχολής. Η εικόνα του Αγίου Γεωργίου με σκηνές του βίου του (16ος αι.) από τον Άγιο Γεώργιο του Βουνού, που πιθανότατα θα ήταν η λατρευτική εικόνα του, με την ολόσωμη μορφή του στρατιωτικού αγίου στο μέσο πλαισιωμένο από έντεκα σκηνές του βίου του, μπορεί να αποδοθεί με ασφάλεια στο ζωγράφο Ευστράτιο ιερομόναχο, ενυπόγραφο έργο του οποίου με τον Άγιο Παντελεήμονα και σκηνές του βίου του υπάρχει στη συλλογή του Μουσείου.
Ζωγράφος Ονούφριος
Ο ονομαστός ζωγράφος του 16ου αιώνα Ονούφριος αντιπροσωπεύεται από δύο αποτοιχισμένες τοιχογραφίες και μία φορητή εικόνα από τους ναούς των Αγίων Αποστόλων ενορίας Ελεούσης και των Αγίων Αναργύρων Γυμνασίου ενορίας Αγίων Αναργύρων αντίστοιχα. Είναι από τους σημαντικότερους της εποχής του, στο έργο του οποίου αποτυπώνονται όλες οι αρετές της παλαιολόγειας τέχνης και οι εκλεκτικές προτιμήσεις της κρητικής σχολής του τέλους του 15ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Οι πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι ο Ονούφριος μαθήτευσε σε ζωγραφικά εργαστήρια στη Βενετία, και κατόπιν εργάστηκε ως ζωγράφος σε ναούς της Αλβανίας και της FYROM. Η παρουσία του μαρτυρείται σε οκτώ τουλάχιστον ζωγραφικά σύνολα και σε ικανό αριθμό φορητών εικόνων. Στην Καστοριά τοιχογράφησε τους ναούς των Αγίων Αποστόλων Ελεούσης (1547) και Αγίων Αναργύρων Γυμνασίου (μετά το 1547) και φιλοτέχνησε φορητές εικόνες, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στην Αλβανία, κυρίως στο Μπεράτι και στην Κορυτσά. Πέντε εικόνες που φυλάσσονται σε ναούς και στη συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου στην Καστοριά αποδίδονται στον Ονούφριο. Στη μοναδική κτητορική επιγραφή με την υπογραφή του, στους Αγίους Αποστόλους στην Καστοριά, αποτυπώνεται η λογιότητα, εκκλησιαστική παιδεία και έξοχη γνώση της καλλιγραφίας του ζωγράφου και ιερέα, αλλά και η εξοικείωσή του με τη χειρόγραφη παράδοση. Οι αρετές της ζωγραφικής του Ονουφρίου, η πρωτοτυπία, η καλλιτεχνική ευφυΐα, η ευρεία παιδεία και ο εκλεκτικισμός του, η υιοθέτηση τάσεων της παλαιολόγειας και της πρώιμης δυτικής τέχνης ήταν ευπρόσδεκτες στο εκκλησιαστικό αλλά και στο κοσμικό περιβάλλον της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας και του Πριλάπου, στην περιοχή της Αλβανίας και της Δυτικής Μακεδονίας στα μέσα του 16ου αιώνα. Για τους λόγους αυτούς είχε προσκληθεί από τον κτήτορα του ναού, των Αγίων Αποστόλων, άρχοντα Γεώργιο Θεοδώρου, με σκοπό την ανάληψη της διακόσμησής του, η οποία αποτελεί το πλέον ολοκληρωμένο και καλλιτεχνικά ανώτερο έργο του Ονουφρίου.
Στην εντυπωσιακή εικόνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο που προέρχεται από το ναό των Αγίων Αναργύρων Γυμνασίου συνοψίζονται όλα τα γνωρίσματα της ζωγραφικής του Ονουφρίου, όπως η μνημειακότητα της μορφής, το χρυσό βάθος, τα λαμπρά στιλβωμένα χρώματα, η επιμελημένη χρωματική διαβάθμιση, οι ορθογραφημένες και καλλιγραφημένες επιγραφές και εν γένει το κυρίαρχο ύφος και ήθος. Στο σπάραγμα από το ναό των Αγίων Αναργύρων Γυμνασίου με την επιγραφή από την Πρόθεση: +ΟΤΑΝ ΕΙC Θ(ΕΟ)Ν/ ΕΚΠΕΤΑCIC TAC/ XEIΡΑC COY Ω/ Θ(ΕΟ)Υ ΘΥΤΑ ΜΝΗ[CTHTI]/ [Ο]ΝΟΥΦΡΙΟΥ ΖΩ[ΓΡΑ]/ ΦΟΥ ΙΕΡΕΟC K(AI)/ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ ΧΕ[ΟΚΑCΤΡΟΥ] εμφανίζεται και η ιδιότητα του ζωγράφου ως ιερέα και πρωτόπαπα Νεοκάστρου (σημερινό Elbasan της Αλβανίας), όπως επίσης απαντάται και στους ναούς των Αγίων Αποστόλων και Αγίας Παρασκευής (1554) στο Valësh της Αλβανίας.
Εργαστήριο της Καστοριάς
Η «σχολή» της Καστοριάς η δραστηριότητα της οποίας εκτείνεται χρονικά, με βάση τα χρονολογημένα μνημεία, για περίπου μια τριακονταετία (1481-1510) και γεωγραφικά εκτείνεται στη βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία και Θεσσαλία), στη Μεσαιωνική Σερβία και στη Βουλγαρία με απόηχο έως τη Ρουμανία, αποτελεί το σημαντικότερο καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής του ευρύτερου βαλκανικού χώρου. Από καλλιτεχνική άποψη η λεγόμενη σχολή της Καστοριάς, ακολουθεί τη βυζαντινή παραδοσιακή εικονογραφία, αλλά παράλληλα εκφράζει τάσεις ανανέωσης, με τον εμπλουτισμό στοιχείων της καθημερινής ζωής της εποχής, σε συνδυασμό με στοιχεία της υστερογοτθικής τέχνης του 15ου αιώνα και αντίστοιχα της υφαντικής παράδοσης της Ανατολής.
Η ζωγραφική που εντάσσεται στη δραστηριότητα της «σχολής» σώζεται σε επτά ναούς της Καστοριάς, όπως στα σπαράγματα των τοιχογραφιών του κατεστραμμένου ναού του Αγίου Σπυρίδωνος (1490/1500), στις τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου της μοναχής Ευπραξίας (1485/6), σε τμήμα της ζωγραφικής διακόσμησης στον Άγιο Νικόλαο της αρχόντισσας Θεολογίνας (1490/1500), σε τμήμα των τοιχογραφιών της Παναγίας Ρασιώτισσας (1480-1490) και της Παναγίας Κουμπελίδικης (1486), στις τοιχογραφίες στον βόρειο τοίχο του Αγίου Νικολάου του Μαγαλειού (1505) και σε ελάχιστες στον Άγιο Δημήτριο Ελεούσης (αρχές 16ου αι.). Τα τρία σπαράγματα τοιχογραφιών της έκθεσης που προέρχονται από τον ερειπωμένο σήμερα ναό του Αγίου Σπυρίδωνος (1490/1500), όπως και τα υπόλοιπα εκθέματα – εικόνα της αγίας Παρασκευής κεφαλοφόρου, του αγίου Παντελεήμονος (η κύρια όψη της αμφιπρόσωπης εικόνας) και τα τρία βημόθυρα τέμπλου με τον Ευαγγελισμό – αναδεικνύουν και προβάλλουν τον ρόλο της Καστοριάς ως το σημαντικότερο καλλιτεχνικό κέντρο ρεύμα της εποχής, όχι μόνο στην περιοχή της Μακεδονίας, αλλά και στα Βαλκάνια.
Η διάσωση και ανάδειξη των κινητών και ακίνητων μνημείων της Καστοριάς
Η ενότητα επικεντρώνεται βασικά στη μεταβυζαντινή θρησκευτική τέχνη της Καστοριάς με κύριο σκοπό την ανάδειξη των εργαστηρίων και των καλλιτεχνικών επιρροών που δέχθηκαν, αλλά και πρακτικά ζητήματα της παραγωγής αυτής της τέχνης και την κινητικότητά τους στον χώρο της Καστοριάς και τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας και των Βαλκανίων. Η τελευταία που απαντά τόσο στην Καστοριά, όσο και στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής και Μείζονος Μακεδονίας, προϋποθέτει εμπορικές και καλλιτεχνικές ανταλλαγές και πάσης φύσης επικοινωνία. Ευνοήθηκε, κυρίως, από τις συνθήκες ασφάλειας και ειρήνης που αναπτύχθηκαν και παγιώθηκαν μετά την οθωμανική κατάκτηση και την εδραίωση της εξουσίας της, ειδικότερα στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Την περίοδο αυτή αποκαθίστανται οι δρόμοι επικοινωνίας της Μακεδονίας με τα βενετοκρατούμενα νησιά του Ιονίου και τα παράλια της Δαλματίας και Ιταλίας.
Κατά δεύτερο λόγο η ενότητα αναδεικνύει και προβάλλει τη θεραπεία, τη συντήρηση των ζωγραφικών έργων, την αναστήλωση των εκκλησιών και των αρχοντικών της πόλης, απαραίτητη και εξειδικευμένη διαδικασία διάσωσης, ανάδειξης και προβολής τους.