Μεταβυζαντινή Καστοριά
Οικονομική άνθηση υπό οθωμανική διοίκηση
To 1385 η πόλη περνά από την αλβανική κυριαρχία της οικογένειας Μουζάκη (1371-1384) στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, οι οποίοι έχοντας επίγνωση της καίριας εμπορικής και στρατηγικής θέσης της, παραχωρούν στους πολίτες της Καστοριάς προνόμια και διοικητική αυτονομία.
Στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης (15ος -16ος αι.), η πόλη συγκαταλέγεται στις τέσσερις πολυπληθέστερες πόλεις της Βαλκανικής, όπου υπερέχουν πληθυσμιακά οι χριστιανοί. Οι συνθήκες ασφάλειας και ειρήνης ευνοούν την περαιτέρω ανάπτυξη της καστροπολιτείας, η οικονομία της οποίας στηρίζεται εκτός από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, στην επεξεργασία του μεταξιού, των μετάλλων και κυρίως της γούνας. Οι πηγές αναφέρουν ότι περί το 1520 λειτουργούσαν στην πόλη επτακόσιες (700) οικιακές βιοτεχνίες γούνας. Από τα μέσα του 15ου αιώνα μαρτυρούνται στην Καστοριά συνοικίες ραπτών, χρυσοχόων, σαμαροποιών, γουναράδων αλλά και άλλων επαγγελματιών.
Η οικονομική άνθηση και η συνεχής επικοινωνία με τα μεγάλα κέντρα της Βαλκανικής, την Αδριατική θάλασσα και τη Βενετία, συνέβαλε δραστικά στη δημιουργία στενών επαφών της Καστοριάς με σημαντικά καλλιτεχνικά κέντρα, ενώ παράλληλα έδωσε τη δυνατότητα στους Καστοριανούς να χρηματοδοτούν έργα τέχνης, ανάλογα με την εποχή και την οικονομική τους ευμάρεια. Στους χορηγούς της περιόδου αυτής περιλαμβάνονται τόσο ανώτεροι ή κατώτεροι κληρικοί και λαϊκοί που ανήκαν στην τοπική αριστοκρατία, όσο και ταπεινοί πιστοί.
Στους επόμενους αιώνες (17ος – 18ος αι.), η Καστοριά γνωρίζει μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη. Στα μέσα του 17ου αιώνα, οι γουναράδες της Καστοριάς εμπορεύονται με την Κωνσταντινούπολη, τη Συρία, την Περσία, την Αίγυπτο, αλλά και τη Ρωσία. Από το 1749 και μετέπειτα, με την καθιέρωση της Ενετοτουρκικής ειρήνης και τις συνθήκες ελεύθερης ενδοεπικοινωνίας που αναπτύσσονται στα Βαλκάνια, η εκμετάλλευση της γούνας απογειώνεται και συμβάλλει στη δημιουργία μιας δυναμικής αστικής τάξης στην Καστοριά. Στην πόλη κτίζονται πλούσια αρχοντικά που από τη μια προβάλλουν τη σοφή και ισόρροπη σχέση με το περιβάλλον και από την άλλη μαρτυρούν την ευμάρεια και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του ελληνικού στοιχείου της πόλης.
Η ανέγερση πλήθους εκκλησιών κατά τον 15ο – 18ο αιώνα συνετέλεσε αποφασιστικά στην μεγάλη παραγωγή εικόνων και εκκλησιαστικών κειμηλίων, ένα λαμπρό απάνθισμα των οποίων παρουσιάζεται στην έκθεση.