Βυζαντινή Καστοριά
Περιφερειακή αλλά σημαίνουσα βυζαντινή πολιτεία
Έναν αιώνα μετά την καταστροφή και παρακμή της πλούσιας ευημερούσας Διοκλητιανούπολης, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ίδρυσε στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ., λίγα χιλιόμετρα βορειότερα της λίμνης Ορεστιάδας, στα ερείπια του αρχαίου Κελέτρου, την πόλη της Καστοριάς που έμελλε να εξελιχθεί σε ένα εξέχον κέντρο ακτινοβολίας του μεσαιωνικού ελληνισμού της περιοχής τόσο στη βυζαντινή περίοδο, όσο και στα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης. Για το μέγεθος και την οργάνωσή της στην παλαιοχριστιανική περίοδο δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, γνωρίζουμε μόνον ότι υπήρχαν τα τείχη στη δυτική πλευρά της χερσονήσου, τη μόνη που δεν κάλυπτε η λίμνη.
Από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους η γεωμορφολογία, η οχυρή και προνομιακή της θέση (στους δρόμους των εισβολέων της Δύσης), η φυσική της ομορφιά καθιστούν τη συνοριακή Καστοριά αντικείμενο αδιάλειπτης μέριμνας των βυζαντινών αυτοκρατόρων, αλλά και αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Η άνθηση της βυζαντινής πόλης οφείλει τα μέγιστα στη δυνατότητα επικοινωνίας της με τα σημαντικότερα κέντρα της αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα), τη Δύση (ιταλικές εμπορικές πόλεις της Αδριατικής) και φυσικά τη βαλκανική ενδοχώρα.
Η οικονομική, πνευματική και καλλιτεχνική ευημερία της πολιτείας αρχίζει από τον 10ο – 11ο αιώνα και κορυφώνεται τον 12ο, 13ο και 14ο, αιώνες που συνιστούν μια παραγωγική περίοδο με έντονη λάμψη και παρουσία για την πόλη της Καστοριάς, όπως μαρτυρεί το πλήθος των σωζόμενων ναών.
Οι βυζαντινοί αφιερωτές
Μοναδικές μαρτυρίες για τους εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες της πόλης και ταυτόχρονα ιδιαίτερα διαφωτιστικές, παρέχονται από τις επιγραφές των ναών και τις προσωπογραφικές απεικονίσεις τους στις τοιχογραφίες. Στο παρελθόν, η λανθασμένη ερμηνεία των πηγών εδραίωσε την άποψη ότι η Καστοριά ήταν τόπος εξορίας και οι αφιερωτές των μνημείων της εξόριστοι κάτοικοι της Βασιλεύουσας. Ωστόσο, ενδελεχής έρευνα των ιστορικών πηγών έδειξε πως οι κτήτορες στους ναούς της Καστοριάς υπήρξαν εκπρόσωποι της τοπικής αριστοκρατίας και συχνά συνδέονταν με την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης.
Ως ιδρυτές, ανακαινιστές ναών, αλλά και δωρητές μεμονωμένων παραστάσεων και φορητών εικόνων, μαρτυρούνται ευγενείς τιτλούχοι της τοπικής αριστοκρατίας, αξιωματούχοι καταγόμενοι από την Κωνσταντινούπολη και εκκλησιαστικοί άρχοντες, όπως ο επίσκοπος της πόλης, ιερείς και μοναχοί. Στους χορηγούς περιλαμβάνονται, επίσης, αλλοεθνείς κατακτητές, όπως Βούλγαροι, Σέρβοι και Αλβανοί, οι οποίοι μιμούμενοι τους βυζαντινούς τρόπους συμμετέχουν ενεργά στη ζωή της πόλης. Σε ένα μόνο μνημείο, στη Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας, απεικονίζονται αυτοκράτορες, η δράση των οποίων συνδέθηκε με τις φάσεις ανακαίνισης του συγκεκριμένου μοναστηριού.
Η ανώτερη καλλιτεχνικά ποιότητα των τοιχογραφιών και των φορητών εικόνων, η επιλογή του εικονογραφικού προγράμματος και οι άψογες και καλλιγραφημένες έμμετρες επιγραφές, αντανακλούν την κοινωνική θέση των κτητόρων που συνδέεται στενά με παρόμοιους κύκλους της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης και σχετίζεται άμεσα με την οικονομική και κοινωνική άνοδο τοπικών αρχόντων και σε άλλες βυζαντινές πόλεις της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων της δυναστείας των Κομνηνών.
Η χορηγία και η αντίστοιχη μνημόνευση στις επιγραφές των ναών συνιστούσε αφενός μέσο για την κοινωνική προβολή και την καθιέρωσή τους στην τοπική κοινωνία και αφετέρου ένδειξη ευσέβειας. Έτσι, συχνά, η κοινωνική ανάδειξη και η ανάγκη για εδραίωση της ισχύος της οικογένειας σχετίζεται με την μυστικιστική ανάγκη της ψυχής για σωτηρία και αιώνια ζωή.
Οι Αγίες στις εκκλησίες της Καστοριάς
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία ολόσωμων, μετωπικών αγίων γυναικών στους νάρθηκες μεσοβυζαντινών ναών της Καστοριάς, αποδεικνύοντας την ιδιαίτερη τιμή που απολάμβαναν στον εντόπιο πληθυσμό. Η προσφιλής θεματογραφία συνεχίζεται καταλυτικά τόσο κατά τους υστεροβυζαντινούς, όσο και κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Οι αγίες κατά κύριο λόγο εικονίζονται ως μάρτυρες κρατώντας το σταυρό στα χέρια, εκτός δύο περιπτώσεων, της αγίας Μαρίνας που ακολουθώντας έναν αρχαϊκό εικονογραφικό τύπο, εμπνευσμένο από το βίο της, σκοτώνει το δαίμονα με το σφυρί και της αγίας Φωτεινής που δέεται με ανοιχτά τα χέρια της.
Η δημοφιλής μεγαλομάρτυρας Μαρίνα που μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη με αποκεφαλισμό απεικονίζεται με ιδιαίτερη συχνότητα σε ναούς της αρχιεπισκοπής Αχρίδας, αλλά και του ευρύτερου βαλκανικού χώρου και ιδιαίτερα στην πόλη της Καστοριάς. Με την ίδια συχνότητα εμφανίζονται και οι παρακάτω άγιες:
Η αγία Βαρβάρα που μαρτύρησε για την πίστη της στο Χριστό με αποκεφαλισμό από τον ίδιο τον πατέρα της, ειδωλολάτρη αξιωματούχο, παριστάνεται ντυμένη με πλούσια αρχοντική αμφίεση και λευκή καλύπτρα με διάλιθο διάδημα, ενδεικτικό της αριστοκρατικής της καταγωγής.
Η αγία Κυριακή που αφιέρωσε τη ζωή της στο Χριστό και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στα χρόνια των διωγμών του Διοκλητιανού είναι ντυμένη, επίσης, με πολυτελή βασιλική ενδυμασία λόγω της αρχοντικής της καταγωγής.
Η μεγαλομάρτυρας αγία Φωτεινή, η γνωστή ως Σαμαρείτιδα από το βίο και τα θαύματα του Χριστού που πίστεψε στη διδασκαλία Του και μαρτύρησε για την πίστη της, αφού προηγουμένως έκανε πολλά θαύματα, εικονίζεται ντυμένη με πλούσια αρχοντική στολή και λευκή καλύπτρα με διάλιθο διάδημα, όπως και ομοιόμορφα ενώτια (σκουλαρίκια).
Η αγία Θεοδώρα, η εν Θεσσαλονίκη, η οποία είναι και προστάτιδα της πόλης παριστάνεται ως μοναχή, ντυμένη την μοναχική αμφίεση και το σταυρό του μαρτυρίου στο δεξί χέρι. Πρόκειται για την πρώτη μυροβλύτισσα αγία, εφόσον η αναφερόμενη μυροβλυσία της μαρτυρείται χρονικά εκείνης του αγίου Δημητρίου.
Η αγία Ιουλίττα που εικονίζεται, σύμφωνα και με την εικονογραφία της με τον μικρό γιό της Κήρυκο, κατάγονταν από το Ικόνιο και βρήκε μαρτυρικό θάνατο την περίοδο των διωγμών του Διοκλητιανού. Προηγήθηκε η σύλληψη και η θανατική καταδίκη του γιού της με σκοπό την αλλαξοπιστία της αγίας. Η Ιουλίττα έμεινε αμετάπειστη και την αποκεφάλισαν. Εδώ είναι απλά ντυμένη με χιτώνα και μαφόριο με καλύπτρα και κρατεί σταυρό στα χέρια.
Αυτοδυναμία και αυτοπροστασία σε περίοδο πολιτικής αστάθειας
Η οχύρωση της πόλης
Η Καστοριά, φύσει οχυρή θέση, χτισμένη σε χερσόνησο που περιβάλλεται από τη λίμνη, η οποία εξασφάλιζε και την άμυνά της, προστατεύονταν από ισχυρά τείχη από την εποχή του Ιουστινιανού έως την περίοδο της Τουρκοκρατίας. H Άννα Κομνηνή περιγράφει την οχυρωμένη Καστοριά στο έργο της Αλεξιάδα, όπου διηγείται την ανακατάληψη της πόλης, την οποία είχαν καταλάβει οι Νορμανδοί, από τον πατέρα της Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1085) ως εξής: «Υπάρχει μια λίμνη, η λεγόμενη της Καστοριάς μέσα στην οποία μπαίνει μια προεξοχή της στεριάς που διευρύνεται στην άκρη καταλήγοντας σε πετρώδεις λόφους. Γύρω από την προεξοχή είναι οικοδομημένοι πύργοι και μεσοπύργια εν είδει φρουρίου, το οποίο ονομάζεται Καστοριά…»
Το πιο σημαντικό για την άμυνα της πόλης ήταν το τείχος που κάλυπτε τη ΒΔ πλευρά της, γνωστό ως διατείχισμα. Η οχύρωση αυτή ξεκινούσε από τη βόρεια πλευρά, έφθανε μπροστά από το σημερινό Δημαρχείο, συνέχιζε προς την πλατεία Δαβάκη, όπου υπήρχε και η κύρια είσοδος της πόλης και κατέληγε στη νότια όχθη της λίμνης περνώντας από τον οθωμανικό Μεντρεσέ (Ιερατική Σχολή).
Σήμερα σώζονται αποσπασματικά τμήματα, κυρίως από την Ακρόπολη και το διατείχισμα. Το τελευταίο σύμφωνα με τον τρόπο δόμησης του τείχους στα βαθύτερα στρώματά του, που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια εκσκαφικών εργασιών, χρονολογείται στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αιώνας). Το εσωτερικό τείχος της χερσονήσου οικοδομείται μεταγενέστερα και σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές υφίσταται τον 11ο αιώνα.
Ο οχυρωματικός περίβολος επισκευάζεται διαχρονικά. Την περίοδο της τουρκοκρατίας επιδιορθώνονται τα τείχη του λαιμού της χερσονήσου, ενώ το εσωτερικό τείχος παραμελείται. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές οι περιγραφές του κάστρου από τον τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (μέσα του 17ου αιώνα) και από το γάλλο περιηγητή Pouqueville (1806), από τις οποίες προκύπτει ότι η μορφή της πόλης δεν αλλάζει ιδιαίτερα τη μεταβυζαντινή περίοδο.
Η απεικόνιση της Καστοριάς σε μια έντυπη εικόνα του Αγίου Νικολάου που χρονολογείται στα μέσα του 18ου αιώνα, σήμερα χαμένη, αποτυπώνει τη μορφή της οχυρωμένης πόλης με την Ακρόπολη, αλλά επιβεβαιώνει και την παρουσία του εσωτερικού περιβόλου στην ανατολική πλευρά, που σύμφωνα με τον Άγγλο περιηγητή Leake (1777-1860) χώριζε τον τουρκομαχαλά από τον αντίστοιχο.
Μορφή της πόλης – Συνοικίες
Οι περισσότερες πληροφορίες για τη μορφή της πόλης προέρχονται κυρίως από τη μεταβυζαντινή περίοδο. Φαίνεται, ωστόσο, πως η Καστοριά δεν άλλαζε πολύ την περίοδο της τουρκοκρατίας, καθώς διατηρεί την τυπική μορφή μιας τειχισμένης πόλης. Στο εσωτερικό της Ακρόπολης βρίσκεται ο πυρήνας της βυζαντινής πόλης, όπου συναντά κανείς και τους παλαιότερους ναούς. Στo τμήμα αυτό εγκαθίστανται και οι Οθωμανοί μετά την κατάκτηση.
Ωστόσο, η ύπαρξη εκκλησιών της βυζαντινής περιόδου εκτός του κάστρου αποδεικνύει την κατοίκηση της περιοχής ήδη από την περίοδο αυτή. Τον πυκνότερο πυρήνα της εκτός του κάστρου βυζαντινής πόλης, αποτελούσε η συνοικία Ελεούσης στο κέντρο της χερσονήσου, ενώ νέοι πυρήνες χριστιανικών συνοικιών δημιουργούνται στην περιοχή του Απόζαρι τον 14ο και 15ο αιώνα μετά την εκδίωξη των ορθοδόξων από το κάστρο. Οι νοτιότερες συνοικίες προς τη λίμνη αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν οικοδομούνται και τα περισσότερα καστοριανά αρχοντικά.
Κομβικό στοιχείο για την ανάπτυξη της πόλης συνιστούσε η παρουσία της λίμνης, η οποία συγκέντρωνε γύρω της τη ζωή της Καστοριάς με την παροχή των αναγκαίων αγαθών και το λιμναίο προσανατολισμό των διώροφων, συνήθως, οικιών, ώστε να προσδίδει σε αυτήν την εντύπωση μιας πόλης θαλασσινής, αν κρίνουμε και από τους πολυάριθμους ναούς αφιερωμένους στον Άγιο Νικόλαο.
Ο αριθμός και οι ονομασίες των συνοικίες μεταβάλλονται διαρκώς. Σε κατάστιχα των μέσω του 15ου αιώνα από τις 20 χριστιανικές συνοικίες που καταγράφονται, οι 11 φέρουν επαγγελματικές ονομασίες, όπως των χρυσοχόων, των ραφτάδων, των ψαράδων, των ιερέων κ.α.. Οι υπόλοιπες ονομασίες αποδίδονται σε αγίους, όπως του Προδρόμου, του Νικολάου Δραγωτά, της Αγίας Παρασκευής κ.α. Έναν αιώνα αργότερα εμφανίζονται 34 συνοικίες από τις οποίες μόνον δυο έχουν ονόματα συντεχνιών και οι υπόλοιπες αγίων.
Οι σημερινές συνοικίες, όπως ορίστηκαν με νόμο του 1932 είναι οι ακόλουθες: Μητροπόλεως, Δραγωτά, Καρύδη, Σερβιώτη που αναπτύσσονται από τη ΝΔ προς τη ΝΑ παραλίμνια πλευρά της πόλης. Στο κέντρο περίπου της χερσονήσου, οι συνοικίες Εβραϊδος και Αγίου Θωμά (ή Μουζεβίκη). Οι συνοικίες Ελεούσης, Αγίων Αναργύρων, Αγίου Παντελεήμονος και Αγίου Λουκά χωροθετούνται στο ΒΑ τμήμα φτάνοντας έως τη βόρεια παραλίμνια πλευρά και τέλος, η συνοικία Οικονόμου βρίσκεται εντός των τειχών. Τα τουρκικά ονόματα των συνοικιών που εντοπίζονται στο εσωτερικό του κάστρου -Κουλέ,Ταμπαχανέ και Κουρσουμλί τζαμί- εγκαταλείφθηκαν, ενώ η εβραϊκή συνοικία διατηρείται μέχρι σήμερα με την ονομασία Εβραίικα.